- συχωροχάρτι
- τό1) церк, индульгенция; 2) прощение;
δίνω συχωροχάρτι — прощать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
δίνω συχωροχάρτι — прощать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συχωροχάρτι — το 1. έγγραφη άφεση αμαρτιών: Στο μεσαίωνα οι καθολικοί ιερείς πουλούσαν συχωροχάρτια στους πιστούς. 2. σημείωμα με τα ονόματα των νεκρών μιας οικογένειας που δίνεται στον παπά τα ψυχοσάββατα για να το διαβάσει στην εκκλησία. 3. το να προαχθεί… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συχωροχάρτι — το, Ν βλ. συ(γ)χωροχάρτι(ο) … Dictionary of Greek
συγχωροχάρτι(ο) — και συχωροχάρτι, το, Ν 1. έγγραφη άφεση αμαρτιών που έδινε εκκλησιαστική αρχή, κυρίως ο πάπας, έναντι αμοιβής, αλλ. συγχωρητήριο ή συγχωρητικό 2. παροχή συγγνώμης 3. φρ. «τού έδωσαν συ(γ)χωροχάρτι» α) τόν συγχώρησαν β) τού έδωσαν απολυτήριο ή… … Dictionary of Greek
συγχωροχάρτι — Λέγεται και συχωροχάρτι. Εκκλησιαστικό «γράμμα», που χορηγούσαν οι πάπες της Ρώμης για άφεση των αμαρτιών των πιστών, με την καταβολή ανταλλαγμάτων, που προορίζονταν για φιλανθρωπικούς κυρίως σκοπούς. Η παροχή των σ. ήταν συνηθισμένη στη… … Dictionary of Greek